διοπτήρ

διοπτήρ
διοπτήρ
spy
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής …   Dictionary of Greek

  • διοπτῆρα — διοπτήρ spy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπτῆρας — διοπτήρ spy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπτῆρες — διοπτήρ spy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπτήρων — διοπτήρ spy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόπτειρα — η (Μ) βλ. διοπτήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”